Header Ads

Γιατί αλλάζει η ώρα;

Στις τρεις τα ξημερώματα της Κυριακής, το ρολόι γυρίζει μια ώρα μπροστά μεταφέροντας τον χρόνο σε θερινή… διάσταση. Πότε καθιερώθηκε ο θεσμός της θερινής ώρας στην Ελλάδα και ποιοι ήταν οι λόγοι πίσω από αυτό; Ο επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, κ. Διονύσης Σιμόπουλος γυρίζει το ρολόι για λίγο πίσω απαντώντας στα ερωτήματά μας.
«Ο θεσμός της θερινής ώρας καθιερώθηκε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν τα οξυμένα ενεργειακά προβλήματα μας ανάγκασαν να βρούμε τρόπους εξοικονόμησης της ενέργειας. Σύμφωνα με αυτόν, την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου προσθέτουμε μία πλασματική ώρα στις κανονικές ώρες κάθε ωριαίας ατράκτου την οποία αφαιρούμε και πάλι την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου. Ετσι, όταν έχουμε θερινή ώρα ο Ήλιος δύει μία ώρα αργότερα - σύμφωνα με τα διορθωμένα ρολόγια μας - οπότε ελαττώνεται και ο χρόνος που περνάει ανάμεσα στη δύση του Ήλιου και στην ώρα που πάμε για ύπνο. Αυτό σημαίνει ότι καταναλώνουμε λιγότερο ηλεκτρικό ρεύμα για τις διάφορες δραστηριότητές μας απ’ ό,τι αν δεν αλλάζαμε την ώρα» μας λέει ο κ. Σιμόπουλος.

«Το ίδιο συμβαίνει και το πρωί - σε μικρότερο βαθμό βέβαια - αφού ακόμη και με την προσθήκη της μίας ώρας η ανατολή του Ήλιου συμβαίνει τους θερινούς μήνες όλο και πιο νωρίς οπότε και το πρωινό εγερτήριο έρχεται, έτσι κι αλλιώς, μετά την ανατολή του Ήλιου. Από την άλλη πλευρά, κατά τους χειμερινούς μήνες δεν υπάρχει καμία διαφορά στην κατανάλωση του ηλεκτρικού γιατί απλούστατα ο Ήλιος δύει πολύ νωρίτερα και ανατέλλει πολύ αργότερα, οπότε δεν έχουμε καμία εξοικονόμηση ενέργειας με την πλασματική προσθήκη της μίας ώρας στα ρολόγια μας».

Μελέτες έχουν δείξει ότι στη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής της θερινής ώρας, οι θάνατοι των πεζών από αυτοκινητικά δυστυχήματα ελαττώνονται κατά περίπου τέσσερις φορές. «Παρατηρείται λοιπόν, ότι πέρα από την εξοικονόμηση ενέργειας από την ιδέα της αλλαγής της ώρας,  που για πρώτη φορά είχε εισηγηθεί ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1784, υπάρχουν και άλλα κοινωνικά οφέλη».

Σύμφωνα με τον κ. Σιμόπουλο, στη Βρετανία την πρώτη σοβαρή εισήγηση για την θεσμοθέτηση της θερινής ώρας είχε κάνει ο λονδρέζος κατασκευαστής κτιρίων Γουίλιαμ Γουίλετ, το 1907 που οδήγησε το βρετανικό κοινοβούλιο να συζητήσει την εφαρμογή της πρότασης του το 1909.

Η θερινή ώρα εφαρμόστηκε τελικά στη Βρετανία το 1916, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Γουίλετ. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αλλαγή της ώρας εφαρμόστηκε με την προσθήκη δύο ωρών το καλοκαίρι και μίας ώρας τον χειμώνα με αποτέλεσμα την μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας.

«Όλα αυτά όμως σημαίνουν ότι την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, η ημέρα δεν θα έχει διάρκεια 24 ωρών αλλά μόνο 23 ώρες, αν και την ώρα που θα “χάσουμε” αύριο θα την προσθέσουμε την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου οπότε η ημέρα εκείνη θα έχει διάρκεια 25 ωρών» εξηγεί ο κ. Σιμόπουλος.

Μια πλήρης περιστροφή της Γης μπορεί να μετρηθεί και με την απλή τοποθέτηση ενός ραβδιού στο χώμα. Αυτός ήταν πραγματικά και ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος επί αιώνες μετρούσε τον χρόνο.  Είναι η μέθοδος του ηλιακού ρολογιού, που όμως σύμφωνα με τον αστρονόμο, παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα.

«Αυτό συμβαίνει γιατί το ηλιακό ρολόι δε μετράει μία μόνο κίνηση της Γης, αλλά δύο, ή μάλλον τη διαφορά μεταξύ της περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της και της περιφοράς της γύρω από τον Ήλιο. Και ενώ η πρώτη κίνηση (η περιστροφή) είναι στην ουσία σταθερή, η δεύτερη (η περιφορά) δεν είναι. Συνεπώς και η διαφορά τους δεν είναι σταθερή ολόκληρο το έτος, γεγονός που σχετίζεται με την ταχύτητα με την οποία τρέχει η Γη γύρω από τον Ήλιο. Γιατί η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας πλανήτης γύρω από τον Ήλιο καθορίζεται αυστηρά από την απόσταση που έχει από αυτόν. Όσο πιο κοντά στον Ήλιο βρίσκεται, τόσο πιο γρήγορα κινείται, και όσο πιο μακριά τόσο πιο αργά».

«Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γη, της οποίας η τροχιά γύρω από τον Ήλιο δεν είναι ένας τέλειος κύκλος αλλά μία έλλειψη. Γι' αυτό και η απόσταση της Γης από τον Ήλιο στη διάρκεια του έτους δεν είναι σταθερή αλλά κυμαίνεται από 147 έως 152 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Η Γη φτάνει στην πλησιέστερη απόστασή της από τον Ήλιο, που ονομάζεται "περιήλιο", στις αρχές Ιανουαρίου, και στην πιο απομακρυσμένη της απόσταση, που ονομάζεται "αφήλιο", στις αρχές Ιουλίου. Καθώς λοιπόν η Γη πλησιάζει τον Ήλιο η τροχιακή της ταχύτητα αυξάνει έτσι ώστε στο περιήλιό της η ταχύτητα περιφοράς της γύρω από τον Ήλιο φτάνει περίπου τα 31 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο (112.000 χλμ. την ώρα). Καθώς όμως η Γη απομακρύνεται από τον Ήλιο, την άνοιξη και το καλοκαίρι, η ταχύτητά της ελαττώνεται και στο αφήλιο φτάνει περίπου τα 28 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο (101.000 χλμ. την ώρα)» αναφέρει ο κ. Σιμόπουλος.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.